άπιο

άπιο
I
(apio). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Τα έντομα αυτά ζουν σε χώρες με εύκρατα κλίματα. Είναι έντομα μικρά σε μέγεθος, 2-3 χιλιοστά, και έχουν χρώμα στιλπνό μαύρο. Ζουν πάνω σε διάφορα ψυχανθή φυτά στα οποία παρασιτούν και προξενούν σημαντικές ζημιές. Οι κάμπιες τους εισχωρούν στα κλαδιά και τα φύλλα των φυτών και τα καταστρέφουν.
Τα σπουδαιότερα από τα 300 ευρωπαϊκά είδη είναι το ά. του τριφυλλιού, εκείνο της μπιζελιάς και αυτό που προσβάλλει τα λάπαθα.
II
(apium). Ονομασία δύο φυτών: του α. του βαρύοσμου και του α. το φυμανθούς.Πρόκειται για φυτά που ευδοκιμούν και στην Ελλάδα. Το πρώτο είναι κυρίως γνωστό με την ονομασία σέλινο. Το δεύτερο είναι πολυετές φυτό, που φυτρώνει στους βάλτους σε όλη την Ελλάδα. To φυτό αυτό, αν και θεωρείται τοξικό, τρώγεται ακίνδυνα από τα ζώα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • Birnenförmig — Eine Kultur Birne. Die birnenförmige Frucht einer Cashew …   Deutsch Wikipedia

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • σέλινο — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 2 μ.), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (υψόμ. 16 μ.). * * * το / σέλινον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σέλιννον Α κοινή, σήμερα, ονομασία δύο ποικιλιών τού φυτού Αpium graveolens τού γένους …   Dictionary of Greek

  • Βιργινία — I (Virginia, 463 – 448 π.Χ.). Ρωμαία παρθένα, κόρη του εκατόνταρχου Βιργίνιου. Την αγάπησε ο Άπιος Κλαύδιος, ένας από τους δέκαρχους, άνθρωπος ακόλαστος και αλαζονικός. Αφού επιχείρησε να την κατακτήσει, σοφίστηκε το ακόλουθο τέχνασμα: Έβαλε έναν …   Dictionary of Greek

  • Λαόδοκος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας, γιος του Βία από το Άργος. 2. Ένας από τους Κουρήτες, γιος του Απόλλωνα και της Φθίας. Όταν ο Αιτωλός σκότωσε τον γιο του Ιάσονα Άπιο, ο Λ. του έδωσε άσυλο. Ο Αιτωλός όμως τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”