- άπιο
- I
(apio). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Τα έντομα αυτά ζουν σε χώρες με εύκρατα κλίματα. Είναι έντομα μικρά σε μέγεθος, 2-3 χιλιοστά, και έχουν χρώμα στιλπνό μαύρο. Ζουν πάνω σε διάφορα ψυχανθή φυτά στα οποία παρασιτούν και προξενούν σημαντικές ζημιές. Οι κάμπιες τους εισχωρούν στα κλαδιά και τα φύλλα των φυτών και τα καταστρέφουν.Τα σπουδαιότερα από τα 300 ευρωπαϊκά είδη είναι το ά. του τριφυλλιού, εκείνο της μπιζελιάς και αυτό που προσβάλλει τα λάπαθα.II(apium). Ονομασία δύο φυτών: του α. του βαρύοσμου και του α. το φυμανθούς.Πρόκειται για φυτά που ευδοκιμούν και στην Ελλάδα. Το πρώτο είναι κυρίως γνωστό με την ονομασία σέλινο. Το δεύτερο είναι πολυετές φυτό, που φυτρώνει στους βάλτους σε όλη την Ελλάδα. To φυτό αυτό, αν και θεωρείται τοξικό, τρώγεται ακίνδυνα από τα ζώα.
Dictionary of Greek. 2013.